- Ζευξιδάμου
- Ζευξιδά̱μου , Ζευξίδαμοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνίσκος — κυνίσκος, ό (AM) είδος ψαριού αρχ. 1. σκυλάκι 2. ασήμαντος κυνικός φιλόσοφος 3. ως κύριο όν. ο Κυνίσκος προσωνυμία τού Ζευξιδάμου («Ζευξίδημος, τὸν δὴ Κυνίσκον μετεξέτεροι Σπαρτιητέων ἐκάλεον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
Αναξίδαμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (7ος αι. π.Χ.). Γιος του Ζευξίδαμου και εγγονός του Αρχίδαμου. Συμβασίλεψε με τον Ανάξανδρο κατά τον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο. 2. Αχαιός στρατιωτικός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σε αυτόν εμπιστεύτηκε ο… … Dictionary of Greek